θηλύκι

θηλύκι
το петля, петелька; застёжка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "θηλύκι" в других словарях:

  • θηλύκι — το (Μ θηλύκιον και θηλύκιν) [θηλυκός] 1. μικρή θηλειά, συνήθως από κλωστή, που αγκιστρώνεται σε κουμπί 2. θηλυκωτήρας χειρογράφου …   Dictionary of Greek

  • θηλύκι — το ιού, κουμπί, πόρπη: Περνάω τα θηλύκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηλυκουδάκι — το [θηλύκι] μικρή κουμπότρυπα …   Dictionary of Greek

  • κομποθήλυκον — κομποθήλυκον, τὸ (Μ) 1. κούμπωμα, θηλυκωτήρι 2. στον πληθ. τὰ κομποθήλυκα α) δακτυλιόσχημες υποδοχές για το κουμπί ή για άλλο όργανο συνδέσεως β) οι λινές ή βαμβακερές ταινίες, φιτίλια που τοποθετούσαν πάνω σε πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (ΙΙ) +… …   Dictionary of Greek

  • ξεθηλυκώνω — ξεθηλύκωσα, ξεθηλυκώθηκα, ξεθηλυκωμένος, αποσυνδέω το θηλύκι από το κουμπί, ξεκουμπώνω: Ξεθηλυκώθηκε το φόρεμά σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»